Αν θέλετε να μάθετε ποιες είναι οι πιο αξιόπιστες στοιχηματικες εταιριες στον κόσμο τότε μπορείτε να διαβάσετε τις πιο έγκυρες αξιολογήσεις για εταιριες στοιχηματων με πολλές πληροφορίες για υπηρεσίες και τα στοιχηματικά μπόνους εγγραφής που δίνουν. Δείτε τη σελίδα και συλλέξτε τις δυνατές γνώσεις για να επιβιώσετε στο χώρο του διαδικτυακού παιχνιδιού.














ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΑ ΑΝΤΙΔΟΤΑ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΜΑΣ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑΣ

(στην εφημερίδα «Real news» της 30/12/2012)

 Κρίνοντας από τη δική μας εθνική εμπειρία έχουμε, νομίζω, χρέος  -χρέος αυτονόητο τόσο στο πλαίσιο της επιβεβλημένης αυτογνωσίας όσο και απέναντι στο μέσο κοινωνικό άνθρωπο-  να ομολογήσουμε ότι ουδέποτε άλλοτε βιώσαμε, ιδίως αυτές τις γιορτινές μέρες που δημιουργεί το αμάλγαμα Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς, τέτοιας έντασης μελαγχολία.  Και, συγκεκριμένα, ένα κράμα παρακμιακών συναισθημάτων, τα οποία προκύπτουν μέσα από την άκρως υπονομευτική συνεύρεση αφενός της βίαιης ανατροπής του ανθρώπινου και οικογενειακού προγραμματισμού ως προς το ορατό μέλλον.  Αφετέρου δε  -και συνακόλουθα-  της καταλυτικής ανασφάλειας σχετικά με το «τι μέλλει γενέσθαι» όταν το μεν κράτος δικαίου, ως εγγυητής της ομαλής και ειρηνικής διαβίωσης του κοινωνικού συνόλου, «καταρρέει μετά πατάγου» και η στοιχειώδης κοινωνική αλληλεγγύη αποσυντίθεται, με τα θεμέλιά της υπονομευμένα από τα «εκρηκτικά» του αδίστακτου αλλά και πανικόβλητου ατομισμού.  Ο οποίος συνοψίζεται στο απόφθεγμα «ο σώζων εαυτόν σωθήτω»…

Ι.  Αυτό τούτο το  αίσθημα επιβίωσης μας υποχρεώνει ν’αναζητήσουμε  -πολύ περισσότερο όταν η δική μας εθνική μελαγχολία είναι ένα υποσύνολο της παγκόσμιας μελαγχολίας που εκδηλώνεται ως επιμέρους σύμπτωμα της πρωτοφανούς πλανητικής οικονομικής και, επέκεινα, κοινωνικής κρίσης-  το αντίδοτό της.  Και μια τέτοια αναζήτηση για να είναι ουσιαστική δεν μπορεί παρά να οδηγήσει τον προσανατολισμό της στις ρίζες, οι οποίες υποστηρίζουν το «δένδρο της παρακμής».  Ποιες είναι, άραγε, οι ρίζες αυτές;   Σίγουρα πολλές.  Ας ταυτοποιήσουμε τις πιο αντιπροσωπευτικές.

Α.-  Έτσι π.χ. το «καλάθι της νοικοκυράς», από το συνοικιακό μαγαζί ως το άλλοτε κραταιό super market, έχει μειωθεί κατακόρυφα.  Από την αφθονία του παρελθόντος, η οποία εκδηλωνόταν μέσα από την άκριτη συσσώρευση αγαθών τα οποία, στην πλειονότητά τους, ήταν άχρηστα και συχνά κατέληγαν στον σκουπιδοτενεκέ της καταναλωτικής αμηχανίας, έχουμε οδηγηθεί στην αδυναμία αγοράς ακόμη και των απαραίτητων.  Μόνο προσοχή στο τι είναι «απαραίτητο».  Εκείνο που μας επιβάλλει η  -κατά τα σύγχρονα, φυσικά, δεδομένα οικονομικού πολιτισμού-   «αξιοπρεπής διαβίωση» ή εκείνο στο οποίο μας έχει συνηθίσει ο υπερκαταναλωτισμός, τον οποίο υποδαυλίζει εντέχνως η «ξυνωρίς» του, ήτοι η φυσική του θεραπαινίδα που κρύβεται πίσω από το προσωπείο της αδίστακτης διαφήμισης;

Β.-  Επίσης, τα παιδικά παιχνίδια κατατάσσονται πλέον στα «ουσιώδη εν ανεπαρκεία», όπως άλλωστε δείχνουν οι, συχνά δυστυχώς άκρως υποκριτικές, εκδηλώσεις «φιλανθρωπικών» φορέων.  Τι  είναι όμως σήμερα αυτά τα παιχνίδια;  Ας γυρίσουμε πίσω στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν:  Στην πραγματικότητα δεν είναι  τα παιχνίδια που οδηγούσαν, από τη φύση τους, από τη μια πλευρά στην «κοινωνική ένταξη» και, από την άλλη, στο αναγκαίο «διάλειμμα» απέναντι στην τύρβη της σχολικής μελέτης, η οποία μάλιστα εξελισσόταν, κατά κανόνα, στο πλαίσιο των ορίων της οικογενειακής ανέχειας.  Όλως αντιθέτως είναι τα παιχνίδια τα οποία, υπό το κράτος του διαφημιστικού ορυμαγδού:

  1. Εθίζουν το παιδί ν’ αναδείξει, μέσω αυτών, την «υπεροχή του» έναντι των συνομηλίκων του
  2. Και, το κυριότερο, καθιερώνουν για το παιδί ένα πρότυπο ζωής και συμπεριφοράς, το οποίο ανταποκρίνεται «δουλικώς» στις επιταγές της διαφημιστικής προβολής και, εντέλει, επιβολής.  Άρα, της άνευ ορίων κατανάλωσης και, κατ’ επέκταση, της ανεύθυνης αποδυνάμωσης του οικογενειακού προϋπολογισμού.

ΙΙ.  Ποιο είναι, λοιπόν, το  -ίσως μερικό αλλά όχι, προφανώς, αυθαίρετο-  συμπέρασμα  των προαναφερόμενων συλλογισμών;

Α.-  Κατά πρώτο λόγο ο σύγχρονος, βιασμένος από τη «λογική» του νεοφιλελευθερισμού, καπιταλισμός αγνόησε το θεμελιώδες δόγμα του Τζων Στιούαρτ Μιλ, σύμφωνα με το οποίο ο ορθολογικώς οικονόμος άνθρωπος επιλέγει εκείνο, με το οποίο μπορεί ν’ αποκτήσει τον μεγαλύτερο όγκο αγαθών με την μικρότερη οικονομική θυσία.  Και ουσιαστικά κατέληξε στο ν’ αναδείξει ως δείκτη της αξίας των αγαθών την οικονομική θυσία που υφίσταται αυτός, ο οποίος θέλει να τ’ αποκτήσει!

Β.-  Κατά δεύτερο, συνακόλουθα, λόγο στις μέρες μας ο άνθρωπος, ο οποίος έχει υποστεί  - ως «οικονομικό πειραματόζωο»-  χρόνια τώρα το «εμβόλιο» του νεοφιλελευθερισμού μέσα από την εμφύτευση του συνδρόμου της υπερκατανάλωσης καλείται, και κυρίως αμέσως, να την αποκηρύξει.  Κι αυτό φυσικά δεν είναι διόλου  εύκολο, όταν η υπερκατανάλωση έχει γίνει τρόπος ζωής, και μάλιστα υπό όρους οικονομικών θεωριών με επιστημονικοφανή ερείσματα.

Συμπερασματικώς:  Κατά το, σχετικώς πρόσφατο, παρελθόν οι επίγονοι του νεοφιλελευθερισμού μας επέβαλαν, έστω πλαγίως, να ζήσουμε σχεδόν αποκλειστικώς στον κόσμο των δημοσιονομικών αριθμών, ήτοι π.χ. του δημόσιου χρέους, του δημόσιου ελλείμματος  και της μέσω αυτών προσδιοριζόμενης οικονομικής ανάπτυξης.  Είναι οι ίδιοι όμως  που αγνόησαν ότι ο Άνθρωπος δεν συμβολίζεται με οικονομικούς αριθμούς.  Με απλές λέξεις ο Άνθρωπος δεν είναι αριθμός.  Μήπως, άραγε, πρέπει να εμπιστευθούμε τους Αμάρτια Σεν και Τζόζεφ Στίγκλιτς –Νόμπελ Οικονομίας το 1989 και το 2001 αντιστοίχως-   οι οποίοι εναντιώθηκαν  στην οικονομία των αριθμών και   υποστήριξαν ότι οι αριθμοί αυτοί, ιδίως δε εκείνοι που αφορούν το ΑΕΠ και το δημόσιο έλλειμμα, όχι μόνο δεν βοηθούν αλλά, κυριολεκτικώς, υπονομεύουν την ουσιαστική και υπό όρους κοινωνικής δικαιοσύνης ανάπτυξη;  Ο Πωλ Κρούγκμαν, στο τελευταίο του βιβλίο, έβγαλε την,  έναντι του άκρατου νεοφιλελευθερισμού, «κραυγή αγωνίας»:  «Τέλος στην ύφεση τώρα!»  Δικό μας λοιπόν  χρέος είναι ν’ αποδεχθούμε την αλήθεια:  «Τέλος πρωτίστως στην διαβρωτική ιδεοληψία της υπερκατανάλωσης»!   Αφού αυτή είναι μία από τις σπουδαιότερες αιτίες πολλών σύγχρονων δεινών,   άρα ένα από τα επικίνδυνα κέντρα εκκόλαψης και της εθνικής μας μελαγχολίας.