Αν θέλετε να μάθετε ποιες είναι οι πιο αξιόπιστες στοιχηματικες εταιριες στον κόσμο τότε μπορείτε να διαβάσετε τις πιο έγκυρες αξιολογήσεις για εταιριες στοιχηματων με πολλές πληροφορίες για υπηρεσίες και τα στοιχηματικά μπόνους εγγραφής που δίνουν. Δείτε τη σελίδα και συλλέξτε τις δυνατές γνώσεις για να επιβιώσετε στο χώρο του διαδικτυακού παιχνιδιού.














Βουλή - Αγορεύσεις / Παρεμβάσεις

9-4-2013 Αγόρευση κ. Προκόπη Παυλόπουλου κατά την συζήτηση επί της αρχής του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Εσωτερικών: «Κύρωση της από 31-12-2012 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου ″Ρυθμίσεις κατεπειγόντων θεμάτων αρμοδιότητας των Υπουργείων Εσωτερικών, Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη, της Γενικής Γραμματείας της Κυβέρνησης και του Υπουργού Επικρατείας» και άλλες διατάξεις».
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:  Το παρακάτω Πρακτικό δεν αποτελεί το τελικό κείμενο, διότι εκκρεμούν ορθογραφικές, συντακτικές και νομοτεχνικές διορθώσεις.
……..
ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Λεωνίδας Γρηγοράκος): … Το λόγο έχει τώρα ο κ. Προκόπης Παυλόπουλος.

ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ: Ευχαριστώ πολύ, κύριε Πρόεδρε.
Κύριε Υπουργέ, πριν απ’ όλα πρέπει να τονίσω ότι από πλευράς διαδικασίας και με όσα ζήσαμε στην Επιτροπή, δεν μπορεί κανείς να μην σας αναγνωρίσει το γεγονός –σ’ όλους σας, δηλαδή, και ιδίως στους Υπουργούς του Υπουργείου Εσωτερικών- ότι ο κοινοβουλευτικός διάλογος αναβαθμίστηκε, γιατί οι πολλές αλλαγές που έγιναν συνετελέσθησαν ύστερα από τη συζήτηση, πράγμα που σημαίνει ότι το νομοσχέδιο αυτό και ο τρόπος με τον οποίο ήρθε -μπορεί να μην είναι ένα πολύ μεγάλο νομοσχέδιο, αλλά από πλευράς σημασίας έχει το νόημά του- μας δίνει τη δυνατότητα όχι μόνο να ακουστεί ο Βουλευτής, αλλά και να διορθωθούν πολλά πράγματα. Διότι -ας μην αυταπατώμεθα, κύριε Υπουργέ-  με την αρχική μορφή που είχε έλθει το νομοσχέδιο, είχε πολλά λάθη που αδικούσαν και τις προθέσεις του.

Μήνυμα, λοιπόν, και προς τους άλλους Υπουργούς: Όταν οι Βουλευτές θέλουν να μετέχουν στο διάλογο αυτό, δεν το κάνουν για να φαίνονται ομιλούντες, αλλά γιατί μπορεί να βλέπουν ορισμένα πράγματα που χρειάζονται διόρθωση, ιδίως όταν σήμερα νομοθετούμε με τέτοια ταχύτητα, ώστε η προετοιμασία των νομοσχεδίων να μην είναι εκείνη, κατ’ ανάγκην, που θα έπρεπε να είναι. Σας ανήκει, λοιπόν, αυτή η αναγνώριση.

Επειδή μιλάμε επί της αρχής, θα ήθελα να μιλήσω για τρία ζητήματα, πάντα επί της αρχής.

Το πρώτο ζήτημα ή, αν θέλετε, το πρώτο δίδαγμα που παίρνει κανείς από αυτό το νομοσχέδιο είναι ότι σήμερα νομοθετούμε υπό έκτακτες συνθήκες, όχι γιατί το επιλέγει η Κυβέρνηση ή επειδή το θέλουμε εμείς οι Βουλευτές. Ξέρω ότι ο πρώτος που δεν είναι ικανοποιημένος είναι ο Πρωθυπουργός και ύστερα είναι οι ίδιοι οι Υπουργοί που νομοθετούν υπό αυτές τις συνθήκες των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου. Όμως, αυτό είναι υπό ορισμένες συνθήκες επιβεβλημένο, άρα από πλευράς Συντάγματος πληρούται το γράμμα και το πνεύμα του άρθρου 44 παράγραφος 1 του Συντάγματος.

Όμως, κύριε Υπουργέ -και αυτό δεν αφορά εσάς, γιατί εσείς με τις διορθώσεις που κάνατε επαναφέρετε τα πράγματα στην τάξη τους- όταν μία πράξη νομοθετικού περιεχομένου μπαίνει στην έννομη τάξη επειδή δικαιολογείται από το επείγον, δεν είναι νοητό όταν φέρνουμε τον κυρωτικό νόμο να αναιρούμε το μεγαλύτερο από το περιεχόμενό της, γιατί τότε ομολογούμε ή ομολογούν εκείνοι που το έφεραν, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 44 παράγραφος 1, γιατί κάποτε έπρεπε να είχαν άδικο: ή τότε που την έφτιαξαν χωρίς να υπολογίσουν ορισμένα πράγματι ή τώρα που τη διορθώνουν.

Εγώ πιστεύω ότι ορθώς διορθώθηκε. Είναι δηλαδή αυτό που κάνατε εσείς. Πάντως, ήταν εσφαλμένη όλη η αναίρεση ουσιαστικά της πράξης νομοθετικού περιεχομένου και, επομένως, όσα είχαν συμφωνηθεί και με την ΚΕΔΚΕ, όχι συνδικαλιστικώ δικαιώματι, αλλά επειδή έπρεπε να γίνει αυτό το πράγμα. Ήταν σωστές οι διατάξεις που είχαν συμφωνηθεί.

Ορθώς, λοιπόν, έγινε η τροποποίηση στην Επιτροπή, αλλά πρέπει να ξέρουμε ότι όταν έρχεται να κυρωθεί μία πράξη νομοθετικού περιεχομένου, η λογική του Συντάγματος επιβάλλει μόνο κατ’ εξαίρεση να υπάρχουν διορθώσεις, μόνο όταν υπήρξε κάποια αβλεψία. Δεν είναι νοητό η κυρωτική πράξη, ο κυρωτικός νόμος να αναιρεί το περιεχόμενο της πράξης νομοθετικού περιεχομένου.

Το δεύτερο, το οποίο θέλω να τονίσω, είναι το ζήτημα των σχέσεων της Γενικής Γραμματείας της Κυβέρνησης και της Γενικής Γραμματείας που αφορά το συντονισμό του κυβερνητικού έργου. Ορθώς φέρνετε αυτές τις διορθώσεις που γίνονται. Ορθώς τις φέρνετε γιατί στην αρχική διατύπωση, στο νομοσχέδιο που είχε φέρει ο κ. Μανιτάκης, το είχαμε πει και οι περισσότεροι: η Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης είναι εκείνη η οποία φέρει την ευθύνη της στήριξης της Κυβέρνησης. Αυτό απαιτεί η συνταγματική τάξη. Η Κυβέρνηση για να ασκήσει τις αρμοδιότητές της έχει ανάγκη από μία γραμματεία, έχει οιονεί συνταγματικό υπόβαθρο και δεν μπορεί να μετατίθενται αυτές οι αρμοδιότητες σε μια άλλη γραμματεία, που δεν έχει ως σκοπό την εξυπηρέτηση της κυβέρνησης ως θεσμού για την άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας, αλλά έχει ένα συντονιστικό ρόλο.

Ορθώς, λοιπόν, τις φέρνετε και ορθώς κάνετε και τις τροποποιήσεις, γιατί στην Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, έτσι όπως ήταν τα πράγματα, είναι σαν να ερχόταν και να τελούσε υπό την έγκριση του Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου η υποβολή οποιασδήποτε τροπολογίας, κάτι το οποίο είναι αδιανόητο με βάση τη συνταγματική μας τάξη, αλλά και τον Κανονισμό της Βουλής.

Όμως, κύριε Υπουργέ, όπως το έχετε, και ορθώς το επισημαίνει η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής, μπαίνει μια τέτοια ρύθμιση που σε άλλες εποχές ήταν αυτονόητη. Όλο αυτό συνέβη γιατί έχουμε δύο γραμματείες και έπρεπε να ξεκαθαριστεί. Αυτό γινόταν πάντοτε, αλλά δεν ήταν ανάγκη να γραφτεί σε κάποιο κείμενο νόμου. Αυτό είναι θέμα εσωτερικής λειτουργίας της Κυβέρνησης.

Επομένως, τι το βάζουμε εδώ; Αναγκαστικά το βάζουμε. Να, όμως, που ορθώς επισημαίνει η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής ότι αφού αλλάζουμε την εσωτερική λειτουργία του τρόπου κατάθεσης των νομοσχεδίων στην ουσία -γιατί και οι τροπολογίες αφορούν τη νομοθετική εξουσία- θέλει αλλαγή ο Κανονισμός της Βουλής. Αυτά πρέπει να τα συλλογίζεται κανείς ως προς τις συνέπειες. Τα είχαμε πει και στην Επιτροπή, τα επισημαίνει και η Επιστημονική Υπηρεσία και πρέπει να το λάβετε σοβαρά υπ’ όψιν. Θα μου πείτε: Υπάρχει κύρωση γι’ αυτό από τη στιγμή που τα τυπικά στοιχεία του νόμου η ίδια η Βουλή τα ελέγχει; Ε, ναι, αλλά κάποτε πρέπει να υπολογίζουμε, πέρα από αυτό, ότι δεν είναι δυνατόν οι αποφάσεις της Βουλής, εν ολομελεία μάλιστα, να είναι η κολυμβήθρα του Σιλωάμ για να παρακάμπτουμε τον Κανονισμό. Έχει την αξία του ο κάθε θεσμός, όπως είναι και ο Κανονισμός της Βουλής.

Το τρίτο θα το επαναλάβω και δεν το λέω ούτε για να γυρίσω στο παρελθόν, ούτε γιατί έχω τίποτα να χωρίσω, ούτε γιατί δεν ξέρω ότι αυτήν τη στιγμή μαζί με τους συναδέλφους του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ, αυτήν την ώρα, προσπαθούμε να βγάλουμε τον τόπο -και προσπαθεί η Κυβέρνηση- από το τέλμα στο οποίο είχε οδηγηθεί. Όμως, δεν εννοώ να μην επισημαίνω ορισμένα πράγματα, τα οποία πρέπει να μας διδάσκουν. Γιατί κινδυνεύουμε, κύριε Υπουργέ, και κινδυνεύει και η Κυβέρνηση και κινδυνεύετε κι εσείς σαν Υπουργός και οι άλλοι Υπουργοί, να φανεί ότι όλα αυτά τα κάνετε διότι είναι συνέχεια της πολιτικής την οποία η Κυβέρνηση Παπανδρέου και Παπαδήμου είχε ακολουθήσει. Περίπου εμφανίζεται ή επιχειρούν κάποιοι να εμφανίσουν ότι αυτό είναι η Κυβέρνηση.

Λέω, λοιπόν, ότι δεν είναι αυτό. Ίσα-ίσα, η Κυβέρνηση προσπαθεί να διορθώσει τα ημαρτημένα της περιόδου εκείνης και να βγούμε από τον εφιάλτη στον οποίο οδηγηθήκαμε από την κυβέρνηση εκείνη. Αυτή είναι η πραγματικότητα.

Επιτέλους, δεν θέλω να νομίζουν οι συνάδελφοι από το ΠΑΣΟΚ ότι αυτή τη στιγμή βάλλω εναντίον τους, διότι στηρίζουν την Κυβέρνηση. Στηρίζουν την Κυβέρνηση, γιατί είναι στοιχειώδης υποχρέωση και δική τους την Κυβέρνηση αυτή, που είναι και δική τους Κυβέρνηση από πλευράς εμπιστοσύνης, να τη βοηθήσουν για να βγούμε από το τέλμα, στο οποίο οδηγηθήκαμε. Δεν εννοώ να μην το επαναλαμβάνω, ιδίως όσον αφορά τον «Καλλικράτη», γιατί κινδυνεύουμε –σας είπα- να ξεχάσουμε τα αυτονόητα. Είχε προειδοποιηθεί η Κυβέρνηση Παπανδρέου και ο κ. Ραγκούσης ότι δεν μπορούσε αυτό να βγει πέρα. Ως αρμόδιος Υπουργός το τόνιζα από το Νοέμβριο του 2008 ότι δεν μπορεί να γίνει αυτή η μεταρρύθμιση με αυτήν την κρίση που έρχεται. Και ύστερα λένε για το αν είχαμε προειδοποιήσει τον κόσμο, τον ελληνικό λαό και γενικότερα τη Βουλή.

Και την ΚΕΔΚΕ και την ΕΝΑΕ, παρόντος του κυρίου Παπανδρέου, τους είχα προειδοποιήσει τι έρχεται και ότι δεν μπορεί να γίνουν, επειδή δεν υπήρχαν οι αναγκαίοι πόροι. Ο κ. Κακλαμάνης είναι εδώ, που ως πρόεδρος της ΚΕΔΚΕ το γνώριζε την εποχή εκείνη. Ενώ συμφωνούσαν τότε, έρχονται και φέρνουν τον «Καλλικράτη». Επάνω συζητούσαμε και λέγαμε: «Πού είναι οι πόροι; Πού είναι το πρόγραμμα «Ελλάδα»»; Ας μου φέρνατε αυτήν την ώρα το νομοσχέδιο αυτό, το οποίο προϋποθέτει ισχυρούς Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, αλλά και πόρους. Οι πόροι θα έρχονταν κάποτε εξ ουρανού, αρκεί να πέρναγε ο «Καλλικράτης» για να ικανοποιήσουμε την πολιτική μας μεγαλομανία!

Να, λοιπόν, τα αποτελέσματα. Ποιος «Καλλικράτης»; Μια φορά ήλθε ο «Καλλικράτης» και όλοι οι υπόλοιποι νόμοι είναι διόρθωση ημαρτημένων της εποχής, για να θυμίζει το ανέκδοτο με το μεταχειρισμένο αυτοκίνητο ο «Καλλικράτης». Χαίρεσαι δυο φορές, μια φορά που το παίρνεις και μια φορά που το ξεφορτώνεσαι.

Ε, λοιπόν, αυτά πρέπει να μας διδάσκουν ότι οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις δεν γίνονται για να ικανοποιήσουμε φιλοδοξίες ούτε για να πετάξουμε τις ευθύνες στους επόμενους. Έτσι ήξερα να κάνω κι εγώ μεταρρυθμίσεις. Όμως, προτίμησα την οδό της σταθερότητας βλέποντας το «τσουνάμι» που έρχεται.

Να, λοιπόν, πού οδηγούμαστε. Και αυτά πρέπει ακριβώς να τα επισημαίνουμε. Με αυτά που κάνετε τώρα ερχόσαστε να διορθώσετε ημαρτημένα του «Καλλικράτη» και ορθώς. Παραμένουν οι αρμοδιότητες στην κεντρική διοίκηση, γιατί δεν υπάρχουν οι πόροι. Αλλιώς θα απαξιωνόταν η Τοπική Αυτοδιοίκηση. Γιατί ορθώς ήθελε να πάρει, αλλά έπρεπε να βρείτε τους πόρους να τους δώσετε και δεν τους έχετε.

Λέω ξανά, λοιπόν, ότι αυτό που λέω δεν υποκρύπτει καμία προσπάθεια ούτε ωραιοποίησης του παρελθόντος ούτε αμφισβήτησης γενικότερα της προσπάθειας που γίνεται τώρα. Τα λέω γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε και πρέπει να αποδίδουμε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ, αλλιώς θα επικρατήσει έξω η άποψη ότι όλοι ίδιοι είναι και ότι όλοι το ίδιο ευθύνονται, πράγμα το οποίο εγώ τουλάχιστον δεν πρόκειται να το ανεχθώ ποτέ.

Ευχαριστώ πολύ, κύριε Πρόεδρε.